- σαρκόθλασμα
- σαρκό-θλασμα, ατος, τό,A bruise of the flesh, Orib.Syn.7.14 tit., Paul.Aeg.4.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρκόθλασμα — άσματος, τὸ, ΜΑ σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος, το οποίο, συνήθως, προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση, μώλωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσμα] … Dictionary of Greek
σαρκοθλασμάτων — σαρκόθλασμα bruise of the flesh neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοθλάσματα — σαρκόθλασμα bruise of the flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek